- ταρσός
- οτο πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ταρσός — frame of wicker work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρσός — frame of wicker work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
Άνω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 11 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού … Dictionary of Greek
Κάτω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού … Dictionary of Greek
ταρροί — ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρροῦ — ταρσός frame of wicker work masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρόν — ταρσός frame of wicker work masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρρός — ταρσός frame of wicker work masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)